Του Μιχάλη Ψύλου
Δεν είναι μόνο οι Γερμανοί και οι Ευρωπαίοι, πολίτες που αναμένουν με αγωνία την έκβαση των Γερμανικών εκλογών ,την προσεχή Κυριακή. Είναι και το ίδιο το …ευρώ! «Οι εκλογές στην πρώτη οικονομία της ευρωζώνης θα επηρεάσουν το ευρωπαϊκό νόμισμα», γράφει η Handelsblatt και εξηγεί: «Η ανάκαμψη, η λιτότητα, ο ενδεχόμενος ριζοσπαστισμός, τα σενάρια των κυβερνητικών συνασπισμών, που θα προκύψουν μετά τις εκλογές, δίνουν τη δυνατότητα για μια μεγάλη γκάμα οικονομικών πολιτικών, που δεν αποκλείεται να οδηγήσουν τη νομισματική καρδιά της Ευρώπης σε μια ζώνη αναταράξεων, καθώς και το ευρώ αναζητά πολιτική ηγεσία».
Σύμφωνα με την Vanda Research, «η έλλειψη σαφούς πλειοψηφίας, κάτι συνώνυμο με την πολιτική στασιμότητα και οι πιθανοί συμβιβασμοί, θα είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του ευρώ 1% έναντι του δολαρίου. Αντίθετα, η εξασφάλιση απόλυτης πλειοψηφίας των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και των Πρασίνων, θα ενίσχυε το ευρώ κατά 1%» . Η Handelsblatt εξηγεί ότι ένας τέτοιος κυβερνητικός συνασπισμός θα είχε πλήρη ευχέρεια να εφαρμόσει μια φορολογική πολιτική ευνοϊκή για την ανάπτυξη (αύξηση των δημοσίων δαπανών, αύξηση του κατώτατου μισθού κ.λπ.).
Αντίθετα, ο Φρίντριχ Μερτς, ηγετικό στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών, προειδοποιεί με άρθρο του στο περιοδικό Focus, ότι «οι εκλογές θα καθορίσουν την τύχη του ευρώ, γιατί οι χώρες του Νότου ελπίζουν ότι η Γερμανία με κυβέρνηση Σολτς, θα χαλαρώσει τους κανόνες του χρέους. «Αν η Γερμανία στραφεί λοιπόν προς το στρατόπεδο των κρατών -οφειλετών, θα τεθεί σε δοκιμασία η ευρωζώνη και θα υπάρξει μια αποσταθεροποίηση του νομίσματός μας», υποστηρίζει ο Μερτς.
Αγωνία σε Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη
Είναι σαφές ότι στις Βρυξέλλες και στην Φρανκφούρτη ,Κομισιόν και ΕΚΤ, περιμένουν με αγωνία την έκβαση των εκλογών. Από τον νέο καγκελάριο, περιμένουν πολύ περισσότερα και κυρίως λύσεις για τα μεγάλα θέματα στην Ευρώπη. Οπως και οι Ευρωπαίοι επενδυτές, καθώς η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το ένα πέμπτο του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος του μπλοκ και έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη σταθεροποίηση μιας σειράς οικονομικές κρίσεις.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν βέβαια την πρωτιά στον σοσιαλδημοκράτη υποψήφιο Ολαφ Σολτς, αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο με τους αναποφάσιστους στο 30%. Πολλοί αναλυτές ανησυχούν ότι οι διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο θα συνεχιστούν για μήνες. Τη στιγμή μάλιστα, που «υπάρχουν πολλές προκλήσεις», λέει ο επί δεκαετίες υψηλόβαθμος αξιωματούχος της ΕΕ, Τζιμ Κλός ,ο οποίος γνωρίζει την ευρωπαϊκή δομή εξουσίας όσο κανείς άλλος. «Η εφαρμογή του προγράμματος βοήθειας για τον κορονοϊό, η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η κατανομή των βαρών στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η συμφωνία για τη μεταναστευτική πολιτική και επίσης το ανοιχτό ερώτημα πώς η ΕΕ αντιλαμβάνεται τον ρόλο της ως ένας «παγκόσμιος παίκτης». “Η φωνή της Γερμανίας θα μετρήσει σε όλους αυτούς τους τομείς”, λέει ο Κλος.
Αλλά και στον Eurotower ,στην Φρανκφούρτη, παρά τη σαφή ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ,δεν περνά απαρατήρητη η εκλογική μάχη στη Γερμανία. Το μέτωπο του πληθωρισμού και οι επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στις αποφάσεις της ΕΚΤ, το ΡΕΡΡ-το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας, που εκπνέει τον προσεχή Μάρτιο, η αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας .Ο Τομ Νάταλ, ανταποκριτής του Economist στο Βερολίνο, θεωρεί ότι υπάρχουν πολλά στον ευρωπαϊκό κατάλογο υποχρεώσεων για τη νέα κυβέρνηση. “Θα υπάρξουν ευρωπαϊκές προκλήσεις και τεστ για τη Γερμανία», λέει ο Νάταλ . Βλέπει μάλιστα την αλλαγή των κανόνων του χρέους ως το πρώτο κρίσιμο τεστ για τη νέα κυβέρνηση , «είτε το θέλει η Γερμανία, είτε όχι». Όποιος διαδεχθεί τη Μέρκελ, εξηγεί επίσης ο βρετανός δημοσιογράφος ,θα πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική πορεία στην πολιτική έναντι της Κίνας: «Υπάρχει ισχυρή πίεση για αλλαγή προς μια πολιτική που βλέπει την Κίνα όχι μόνο ως πελάτη γερμανικών προϊόντων, αλλά και ως αντίπαλο», προσθέτει.
Τραπεζική Ένωση
Η εναρμόνιση των ευρωπαϊκών τραπεζικών κανόνων και η ενοποίηση του τομέα για να γίνει πιο ανταγωνιστικός σε παγκόσμιο επίπεδο θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινού νομίσματος. Η Γερμανία έχει από καιρό αντιταχθεί στην ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση και ο τελευταίος γύρος συνομιλιών τον περασμένο Ιούνιο απέτυχε ξανά. «Η Γερμανία έχει θέσει μέχρι στιγμής τους όρους και τα περισσότερα προβλήματα στο τραπέζι», κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την τραπεζική ένωση, παρόλο που έχει δηλώσει ότι θέλει να ολοκληρώσει το έργο, λέει ο Μπάουβε Τοκάρσκι , ανώτερος συνεργάτης στο τμήμα έρευνας για την ΕΕ στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών Μελετών και Ασφαλείας (SWP). Στο επίκεντρο της αντίθεσης της Γερμανίας στην τραπεζική ένωση μέχρι τώρα, είναι το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ασφάλισης Καταθέσεων, ή EDIS,που έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί σε περίπτωση πτωχεύσεων εθνικών τραπεζών. Ο Ολαφ Σολτς δεν συμμερίζεται τη σκεπτικιστική στάση σχετικά με το EDIS και από το 2019 αγωνίζεται για την προώθηση της διαδικασίας. Όπως λέει η Ρεμπέκα Κρίστι του ινστιτούτου Μπρίγκελ , «είναι ο υποψήφιος που βλέπει πιο ευνοϊκά την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης». Αν ο Σολτς σχηματίσει κυβέρνηση με τους Πράσινους , η υπόθεση θα προωθηθεί. Αλλά, αν μετάσχουν και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες(FDP) και αναλάβουν μάλιστα και το υπουργείο Οικονομικών, «πρέπει να ξεχάσουμε τη μεγάλη πρόοδο στο ζήτημα της τραπεζικής ένωσης», λέει ο Τοκάρσκι.
Η ΕΕ χρειάζεται ισχυρές τράπεζες
Σε κάθε περίπτωση όμως, «ο Γερμανός Καγκελάριος έχει πάντα μεγάλο ειδικό βάρος”, λέει ο Τζιμ Κλος ,που ως Γενικός Γραμματέας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μπορούσε να παρατηρήσει πώς κινήθηκαν οι Γερμανοί Καγκελάριοι στην ευρωπαϊκή σκηνή. Ο Σολτς ως καγκελάριος θα μπορεί να δώσει ώθηση στη συζήτηση για την τραπεζική ένωση , καθώς το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, αγωνίζεται να παραμείνει ανταγωνιστικό στην παγκόσμια αγορά . Οι προσπάθειες του Σολτς ως υπουργού Οικονομικών τα τελευταία δύο χρόνια για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης θεωρήθηκε άλλωστε, ως απάντηση στη μειούμενη σημασία των γερμανικών τραπεζών στις παγκόσμιες αγορές, ιδίως των δύο μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων -της Deutsche Bank και της Commerzbank.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Κρίστιαν Σβινγκ ,Διευθύνων Σύμβουλος της Deutsche Bank, ζήτησε μεγαλύτερη ολοκλήρωση της τραπεζικής αγοράς στην ΕΕ. «Πρέπει τελικά να επωφεληθούμε από τις οικονομίες κλίμακας στην Ευρώπη» , δήλωσε ο Σβινγκ, προσθέτοντας ότι η Γηραιά ήπειρος χρειάζεται μεγάλες και ισχυρές τράπεζες, διαφορετικά θα εξαρτηθεί υπερβολικά από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ. Σημείωσε μάλιστα με έμφαση ότι η κεφαλαιοποίηση της JPMorgan Chase & Co και της Bank of America είναι ίση με εκείνη των 18 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών, μαζί .
Φυσικά ,και οι πολιτικοί της ΕΕ γνωρίζουν τον αντίκτυπο του κατακερματισμού της αγοράς στις εγχώριες τράπεζες. Αλλά,δεν θα είναι εύκολο να βρεθεί κοινό έδαφος για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, εκτιμά η Ρεμπέκα Κρίστι.
Το ερώτημα είναι επίσης ,αν η τραπεζική ένωση θα είναι στην ατζέντα του ίδιου του Σολτς, αν εκλεγεί καγκελάριος. Πιο πιεστικά εθνικά και ευρωπαϊκά ζητήματα θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη συζήτηση. Πολλά θα εξαρτηθούν βέβαια, όχι μόνο από το αποτέλεσμα της Κυριακής στη Γερμανία, αλλά και από την έκβαση των εκλογών το 2022 στη Γαλλία και το 2023 στην Ιταλία. Ως εκ τούτου, ακόμη και με ισχυρή υποστήριξη από τη Γερμανία, η τραπεζική ένωση είναι πιθανό να πάρει πολλά ακόμη χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Πηγή: naftemporiki