Η μείωση της ανεργίας των νέων κατά 50% έως το 2030 και η αύξηση της απασχόλησης (κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες) για το σύνολο των ενεργών πολιτών (ως 64 ετών), αποτελούν τις βασικές προτεραιότητες του εθνικού σχεδίου για τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης.
Τουλάχιστον το 71,1 % του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 64 ετών θα πρέπει να εργάζεται το 2030, ενώ η ανεργία των νέων 15 – 29 ετών να μειωθεί από 28,4% (2021) σε 22% το 2025 και 18% το 2030.
Πρώτη προτεραιότητα είναι – επίσης – η αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού ανεργίας στις ηλικιακές ομάδες 15-24 ετών και 25-29 ετών που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας την τελευταία δεκαετία.
Οι στόχοι του σχεδίου
Όλα αυτά περιλαμβάνονται σε ένα συνολικό σχέδιο για την υλοποίηση στην χώρα μας, ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης την περίοδο 2022-2030, που εκπονήθηκε από το υπουργείο Εργασίας με τη βοήθεια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ως βασικοί στόχοι του σχεδίου τίθενται οι εξής:
- Πρώτον, το 71,1% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 64 ετών να εργάζεται το 2030 (σε σχέση με 61,1% το 2020).
- Δεύτερον, το 35% όλων των ενηλίκων να συμμετέχει σε προγράμματα εκπαίδευσης, κατάρτισης και μάθησης κάθε χρόνο το 2030 (σε σχέση με 16% το 2016).
- Τρίτον, ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού να μειωθεί έως το 2030 κατά τουλάχιστον 7,3% (από 29% το 2019 σε 21,7% το 2030).
- Και τέταρτον, η ανεργία των νέων 15-24 ετών να μειωθεί στο 5% το 2030 (από 11% το 2021) και η ανεργία των νέων 25-29 ετών να περιοριστεί στο 16%, από 28,7% το 2021.
Η αγορά εργασίας
Στο σχέδιο σημειώνεται ότι η κατάσταση της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα τα έτη 2020 και 2021 επηρεάστηκε άμεσα από την έλευση της πανδημίας του Covid-19. Το ποσοστό απασχόλησης του ενεργού πληθυσμού είναι ένα από τα πλέον χαμηλά μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ε.Ε.-27. Το 2021 το ποσοστό αυτό διαμορφώθηκε στο 62,6%, ύστερα από την κάμψη που σημείωσε το 2020 λόγω της πανδημίας. Το μέσο ποσοστό απασχόλησης σε επίπεδο Ε.Ε.-27 για το έτος 2021 διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 73,1%, με σημαντική διαφορά από την αντίστοιχη επίδοση της Ελλάδας στον ίδιο δείκτη.
Οι διαφορές στην απασχόληση μεταξύ των δύο φύλων συνεχίζουν να είναι έντονες στην Ελλάδα, με το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (ηλικίας 20-64 ετών) να έχει διαμορφωθεί το 2020 σε 68,1% και το 2021 σε 72,5% και των γυναικών σε 48,7% και 52,7% αντίστοιχα. Πρόκειται για διαφορές που προσεγγίζουν τις είκοσι ποσοστιαίες μονάδες.
Οι νέοι ηλικίας έως 24 ετών αποτελούν την ηλικιακή ομάδα με το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στην απασχόληση και την αγορά εργασίας (13,4% το 2021 αντί 32,7% μέσου όρου σε επίπεδο Ε.Ε.-27). Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των εργαζομένων απασχολείται σε θέσεις εργασίας με σχέσεις πλήρους απασχόλησης. Ειδικότερα, τα έτη 2020 και 2021 το ποσοστό του συνόλου των απασχολούμενων που βρίσκονταν σε σχέσεις μερικής απασχόλησης διαμορφώθηκε σε 8,7% και 8,1% αντίστοιχα, ενώ για τα ίδια έτη ο μέσος όρος σε επίπεδο Ε.Ε.-27 διαμορφώθηκε στο επίπεδο του 17,2%.
Επιπροσθέτως, στην ελληνική αγορά εργασίας παρουσιάζεται σημαντικό ποσοστό υποαπασχολούμενων σε θέσεις εργασίας με σχέσεις μερικής απασχόλησης κάτι που υποδηλώνει πως υπάρχουν αναξιοποίητες εργασιακές ευκαιρίες και δυνατότητες στην αγορά εργασίας.’
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος