Η ελληνική οικονομία, αλλά και ευρύτερα η χώρα μας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία καλείται να αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες προκλήσεις των τελευταίων ετών, με την ενεργειακή κρίση και την εκτίναξη του πληθωρισμού να ακολουθούν τις συνέπειες της πανδημίας.
Και από την άλλη, έχει επιδείξει εντυπωσιακές αντοχές, καταγράφοντας εξαιρετική ανάπτυξη, επιταχύνοντας μεταρρυθμίσεις και δομικές αλλαγές και θέτοντας τις βάσεις για την επόμενη ημέρα.
Πριν από μερικές ημέρες, η Κομισιόν αναβάθμισε τις προβλέψεις της, εκτιμώντας ανάπτυξη 1,2% για το 2023 και αντίστοιχα πτώση του πληθωρισμού στο 4,5% επιβεβαιώνοντας την ανθεκτικότητα που έχει επιδείξει η ελληνική οικονομία, τόσο απέναντι στην ενεργειακή κρίση, όσο και στις πληθωριστικές πιέσεις που βίωσε και βιώνει ακόμη.
Πού κάθεται η μπίλια για το ρυθμό ανάπτυξης του 2022 [γράφημα]
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον, η χώρα κατέγραψε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε ολόκληρη την Ευρωζώνη το 2022 (5,5% έναντι 3,3%), μειώνοντας ταυτόχρονα σημαντικά το λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν πέρασαν απαρατήρητες από τους επενδυτικούς οίκους, οι οποίοι τόσο το 2022 όσο και φέτος προχώρησαν σε μια σειρά αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας, φέρνοντάς τη ένα «σκαλί» πριν την επενδυτική βαθμίδα.
Ως αποτέλεσμα, το «κενό εμπιστοσύνης» ανάμεσα στην Ελλάδα και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και πλέον οι ελληνικές εταιρείες βρίσκονται «στο ραντάρ» των μεγαλύτερων διεθνών funds και στρατηγικών επενδυτών που επενδύουν δισεκατομμύρια σε αυτές κάθε χρόνο.
Το γεγονός αποτυπώνεται στην κατακόρυφη αύξηση του ενδιαφέροντος για Ε&Σ, όπως καταγράφεται και στην τελευταία έρευνά μας, σύμφωνα με την οποία, οι ελληνικές επιχειρήσεις προσέλκυσαν κεφάλαια-ρεκόρ, τα υψηλότερα στην ιστορία τους μέσα στη χρονιά που μας πέρασε.
Το 2022 χαρακτηρίστηκε από πολλές και μεγάλες συναλλαγές, με πρωταγωνιστές τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τα τρόφιμα, τις τηλεπικοινωνίες, την τεχνολογία και την ενέργεια. Ενώ ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις έλαβαν «ψήφο εμπιστοσύνης» από τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι τοποθετήθηκαν μαζικά σε εγχώρια assets σε μια ευρεία γκάμα από κλάδους.
Παράλληλα, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος κατάφερε να πετύχει το στόχο του μονοψήφιου ποσοστού Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και ταυτόχρονα να πραγματοποιήσει για πρώτη φορά συναλλαγές συνθετικών τιτλοποιήσεων.
Η εξέλιξη αυτή επιτρέπει πλέον στις τράπεζες να επιτελέσουν απρόσκοπτα το στόχο τους και να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη της οικονομίας.
Πλέον, το μεγάλο στοίχημα του 2023 είναι να διατηρηθεί το θετικό αυτό momentum και να μετουσιωθεί σε βιώσιμη ανάπτυξη για την οικονομία. Οι προβλέψεις της Κομισιόν επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε πλέον σε έναν ενάρετο κύκλο, με τη χώρα μας να είναι πλέον, σε μεγάλο βαθμό θωρακισμένη έναντι των εξωτερικών πιέσεων.
Εντούτοις, το 2023 παραμένει μια χρονιά που χαρακτηρίζεται από έντονες προκλήσεις, τόσο διεθνώς όσο και για τη χώρα μας. Μολονότι ο πληθωρισμός βαίνει μειούμενος, απέχει πολύ από τα αποδεκτά επίπεδα που έχει θέσει η ΕΚΤ. Γεγονός που μεταφράζεται σε νέες αυξήσεις επιτοκίων, φέρνοντας το κόστος του χρήματος στην Ευρωζώνη στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 15 ετών.
Ενώ, ειδικά για την Ελλάδα, η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος και το εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο δύο ή περισσότερων εκλογικών αναμετρήσεων αποτελεί πηγή αβεβαιότητας για το α’ εξάμηνο.
Προκλήσεις που αντισταθμίζονται πάντως από τα εξαιρετικά πρώτα μηνύματα για την πορεία του Τουρισμού, τους ρυθμούς αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και την προοπτική ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023.
Εξελίξεις που μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά υπέρ της ανάπτυξης, επιτρέποντας στην οικονομία να διατηρήσει τη θετική της δυναμική και να θέσει τις βάσεις για ένα ακόμη καλύτερο 2024.
*Ο Γιώργος Μακρυπίδης είναι Partner και Corporate Finance Leader της PwC Greece
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος